χαλβατζής

χαλβατζής
ο, Ν
χαλβαδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helva-ci < helva (βλ. λ. χαλβάς) + κατάλ. -ci (βλ. λ. -τζής)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλβατζής — ο χαλβαδοποιός, ο κατασκευαστής χαλβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χαλβατζήδικο — το, Ν χαλβαδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβατζήδ ες, πληθ. τού χαλβατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. σουβλατζήδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδοποιός — ο ο κατασκευαστής χαλβά, ο χαλβατζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”